παροιμιώδης

παροιμιώδης
-ες, ΝΜΑ [παροιμία]
1. αυτός που λέγεται ως παροιμία, ο όμοιος με παροιμία, ο παροιμιακός
νεοελλ.
1. περίφημος, ονομαστός, περιώνυμος, πασίγνωστος («παροιμιώδης κακία»)
2. αμύθητος, μυθώδης, ανυπολόγιστος («παροιμιώδης πλούτος»).
επίρρ...
παροιμιωδώς / παροιμιωδῶς ΝΜΑ
με τρόπο παροιμιώδη, με παροιμίες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παροιμιώδης — proverbial masc/fem acc pl (attic epic doric) παροιμιώδης proverbial masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) παροιμιώδης proverbial masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροιμιώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η 1. αυτός που λέγεται σαν παροιμία. 2. πρωτοφανής, ασυνήθιστος, ξακουστός: Η τεμπελιά του είναι παροιμιώδης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παροιμιωδέστερον — παροιμιώδης proverbial adverbial comp παροιμιώδης proverbial masc acc comp sg παροιμιώδης proverbial neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροιμιώδει — παροιμιώδης proverbial masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) παροιμιώδης proverbial masc/fem/neut dat sg παροιμιώδεϊ , παροιμιώδης proverbial dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροιμιώδη — παροιμιώδης proverbial neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) παροιμιώδης proverbial masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) παροιμιώδης proverbial masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροιμιῶδες — παροιμιώδης proverbial masc/fem voc sg παροιμιώδης proverbial neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροιμιώδεις — παροιμιώδης proverbial masc/fem acc pl παροιμιώδης proverbial masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροιμιωδῶς — παροιμιώδης proverbial adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροιμιώδους — παροιμιώδης proverbial masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”