παροιμιώδης — proverbial masc/fem acc pl (attic epic doric) παροιμιώδης proverbial masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) παροιμιώδης proverbial masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροιμιώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η 1. αυτός που λέγεται σαν παροιμία. 2. πρωτοφανής, ασυνήθιστος, ξακουστός: Η τεμπελιά του είναι παροιμιώδης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παροιμιωδέστερον — παροιμιώδης proverbial adverbial comp παροιμιώδης proverbial masc acc comp sg παροιμιώδης proverbial neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροιμιώδει — παροιμιώδης proverbial masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) παροιμιώδης proverbial masc/fem/neut dat sg παροιμιώδεϊ , παροιμιώδης proverbial dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροιμιώδη — παροιμιώδης proverbial neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) παροιμιώδης proverbial masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) παροιμιώδης proverbial masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροιμιῶδες — παροιμιώδης proverbial masc/fem voc sg παροιμιώδης proverbial neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροιμιώδεις — παροιμιώδης proverbial masc/fem acc pl παροιμιώδης proverbial masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροιμιωδῶς — παροιμιώδης proverbial adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροιμιώδους — παροιμιώδης proverbial masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek